Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τραγῳδάριον
τραγῳδεύς
τραγῳδέω
τραγῴδημα
τραγῳδητής
τραγῳδητός
τραγῳδία
τραγῳδικός
τραγῳδιογράφος
τραγῳδιοποιός
τραγῳδογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποδάγρα
τραγῳδοποιητής
τραγῳδοποιία
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
τρακταΐζω
τρακτευτής
τρακτεύω
τρακτὸς
View word page
τραγῳδογράφος
τρᾰγῳδο-γράφος
[
γρᾰ],
A).
=
τραγῳδιογράφος
,
IG
12(5).433
(Paros, i A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τραγῳδογράφος
Headword (normalized):
τραγῳδογράφος
Headword (normalized/stripped):
τραγωδογραφος
IDX:
104502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104503
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρᾰγῳδο-γράφος</span> [<span class="foreign greek">γρᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τραγῳδιογράφος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(5).433 </span> (Paros, i A. D.).</div> </div><br><br>'}