Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραγοφαγέω
τραγῳδάριον
τραγῳδεύς
τραγῳδέω
τραγῴδημα
τραγῳδητής
τραγῳδητός
τραγῳδία
τραγῳδικός
τραγῳδιογράφος
τραγῳδιοποιός
τραγῳδογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποδάγρα
τραγῳδοποιητής
τραγῳδοποιία
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
τρακταΐζω
τρακτευτής
τρακτεύω
View word page
τραγῳδιοποιός
τρᾰγῳδιο-ποιός,
A). v. τραγῳδοποιός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τραγῳδιοποιός
Headword (normalized):
τραγῳδιοποιός
Headword (normalized/stripped):
τραγωδιοποιος
IDX:
104501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρᾰγῳδιο-ποιός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τραγῳδοποιός.</span> </div> </div><br><br>'}