Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
τραγικός
τραγικώδης
τράγινος
τράγιον
Τράγιος
τραγίσκος
τραγιστάς
τραγοβάμων
τραγοειδής
τραγοκέρως
τραγοκουρικός
τραγόκτονος
τραγόλας
τραγομάσχαλος
τραγόπαν
τραγόπους
τραγοπρόσωπος
View word page
τραγιστάς
τρᾰγ-ιστάς· τοὺς τὰ ἱερεῖα κλέπτοντας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τραγιστάς
Headword (normalized):
τραγιστάς
Headword (normalized/stripped):
τραγιστας
IDX:
104474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρᾰγ-ιστάς·</span> <span class="foreign greek">τοὺς τὰ ἱερεῖα κλέπτοντας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}