Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραγάλιον
τραγαλισμός
τραγανός
τραγανός
Τραγασαῖος
τραγάω
τραγεῖν
τράγειος
τραγέλαφος
τράγεος
τράγη
τράγημα
τραγηματίζω
τραγημάτιον
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
View word page
τράγη
τράγη· πεπληγμένη, πεπηγυῖα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τράγη
Headword (normalized):
τράγη
Headword (normalized/stripped):
τραγη
IDX:
104455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τράγη·</span> <span class="foreign greek">πεπληγμένη, πεπηγυῖα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}