Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τορογλυφεύς
τορονευτός
τορόνος
τορός
τόρος
τοροτίξ
τόρτυρα
τορτυρόμενον
τορυνάω
τορύνη
τορυνευτός
τορυνητός
τορύνω
τοσαετής
τόσακις
τοσαπλασίων
τοσαυτάκις
τοσαυταπλάσιος
τοσαυταχῶς
τόσνυν
τόσος
View word page
τορυνευτός
τορῡν-ευτός,
A). v. τορνευτός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τορυνευτός
Headword (normalized):
τορυνευτός
Headword (normalized/stripped):
τορυνευτος
IDX:
104396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104397
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τορῡν-ευτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τορνευτός.</span> </div> </div><br><br>'}