Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τορνόομαι
τόρνος
τορνωτός
τορογλυφεύς
τορονευτός
τορόνος
τορός
τόρος
τοροτίξ
τόρτυρα
τορτυρόμενον
τορυνάω
τορύνη
τορυνευτός
τορυνητός
τορύνω
τοσαετής
τόσακις
τοσαπλασίων
τοσαυτάκις
τοσαυταπλάσιος
View word page
τορτυρόμενον
τορτυρόμενον·
νιφόμενον,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τορτυρόμενον
Headword (normalized):
τορτυρόμενον
Headword (normalized/stripped):
τορτυρομενον
IDX:
104393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104394
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τορτυρόμενον·</span> <span class="foreign greek">νιφόμενον,</span> Id.</div><br><br>'}