Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνωτός
τορογλυφεύς
τορονευτός
τορόνος
τορός
τόρος
τοροτίξ
τόρτυρα
τορτυρόμενον
τορυνάω
τορύνη
τορυνευτός
τορυνητός
τορύνω
τοσαετής
τόσακις
τοσαπλασίων
τοσαυτάκις
View word page
τόρτυρα
τόρτυρα· τῶν κεραμίων προμήκης πυθμήν, Hsch. (perh.
A). f.l. for γόργυρα ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τόρτυρα
Headword (normalized):
τόρτυρα
Headword (normalized/stripped):
τορτυρα
IDX:
104392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τόρτυρα·</span> <span class="foreign greek">τῶν κεραμίων προμήκης πυθμήν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">γόργυρα</span> ).</div> </div><br><br>'}