Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τορνεύω
τορνία
τορνίσκος
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνωτός
τορογλυφεύς
τορονευτός
τορόνος
τορός
τόρος
τοροτίξ
τόρτυρα
τορτυρόμενον
τορυνάω
τορύνη
τορυνευτός
τορυνητός
τορύνω
View word page
τορόνος
τορόνος· τόρνος, Ταραντῖνοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τορόνος
Headword (normalized):
τορόνος
Headword (normalized/stripped):
τορονος
IDX:
104388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τορόνος·</span> <span class="foreign greek">τόρνος, Ταραντῖνοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}