Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνίσκος
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνωτός
τορογλυφεύς
τορονευτός
τορόνος
τορός
τόρος
τοροτίξ
τόρτυρα
τορτυρόμενον
τορυνάω
τορύνη
τορυνευτός
τορυνητός
View word page
τορονευτός
τορονευτός, , όν,
A). = τορνευτός , Edict.Diocl. 15.43 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τορονευτός
Headword (normalized):
τορονευτός
Headword (normalized/stripped):
τορονευτος
IDX:
104387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104388
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τορονευτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τορνευτός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Edict.Diocl.</span> 15.43 </span>.</div> </div><br><br>'}