Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τοποκρατέω
τοποκράτωρ
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόρβηλος
τόργος
τορδύλιον
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τορέλλη
τόρευμα
τορεύς
τόρευσις
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
View word page
τορδύλιον
τορδύλιον
,
τό
, = sq.,
Dsc.
3.54
(
τόρδιλον, τορδίλιον
codd.),
Eup.
2.81
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τορδύλιον
Headword (normalized):
τορδύλιον
Headword (normalized/stripped):
τορδυλιον
IDX:
104352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104353
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τορδύλιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.54 </span> (<span class="foreign greek">τόρδιλον, τορδίλιον</span> codd.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 2.81 </span>.</div><br><br>'}