Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τοποθεσία
τοποθετέω
τοποκρατέω
τοποκράτωρ
τοπομαχέω
τόπος
τοποτηρέω
τοποτηρησία
τοποτηρητής
τοράλλιον
τόρβηλος
τόργος
τορδύλιον
τόρδυλον
τορεία
τορεῖον
τορέλλη
τόρευμα
τορεύς
τόρευσις
τορευτής
View word page
τόρβηλος
τόρβηλος·
μεμψίμοιρος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τόρβηλος
Headword (normalized):
τόρβηλος
Headword (normalized/stripped):
τορβηλος
IDX:
104350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104351
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τόρβηλος·</span> <span class="foreign greek">μεμψίμοιρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}