Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρμιγξ
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
τοπάεις
τόπαζος
τοπάζω
τοπαρχεῖον
τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
τόπαρχος
τοπαστέον
τοπαστικός
View word page
τοξωτός
τοξωτός, , όν, =
A). arcuatus, Gloss.


ShortDef

arcuatus

Debugging

Headword:
τοξωτός
Headword (normalized):
τοξωτός
Headword (normalized/stripped):
τοξωτος
IDX:
104315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοξωτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arcuatus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}