Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρμιγξ
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
τοπάεις
τόπαζος
τοπάζω
τοπαρχεῖον
τοπαρχέω
τοπάρχης
τοπαρχία
View word page
τοξοφόρμιγξ
τοξο-φόρμιγξ, f.l. in Demetr. Eloc. 85 (τόξῳ φόρμιγγα Nauck).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τοξοφόρμιγξ
Headword (normalized):
τοξοφόρμιγξ
Headword (normalized/stripped):
τοξοφορμιγξ
IDX:
104312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104313
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοξο-φόρμιγξ</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:85" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:85/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Demetr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eloc.</span> 85 </a> (<span class="foreign greek">τόξῳ φόρμιγγα</span> Nauck).</div><br><br>'}