Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τοξοβόλος
τοξοδάμας
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
τοξοποιέω
τοξοποιία
τοξοποιός
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξότις
τοξουλκός
τοξοφορέω
τοξοφόρμιγξ
τοξοφόρος
τοξοχίτων
τοξωτός
View word page
τοξοποιός
τοξο-ποιός
,
ὁ
,
A).
bowmaker, bowyer,
ibid.,
Gloss.
ShortDef
bowmaker, bowyer
Debugging
Headword:
τοξοποιός
Headword (normalized):
τοξοποιός
Headword (normalized/stripped):
τοξοποιος
IDX:
104305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104306
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοξο-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bowmaker, bowyer,</span> ibid., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}