Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τοξευτήρ
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξία
τοξιανοί
τοξίας
τοξικός
τοξιτησία
τοξῖτις
τοξοβέλεμνος
τοξοβόλος
τοξοδάμας
τοξόδαμνος
τοξοειδής
τοξοθήκη
τοξόκλυτος
τόξον
τοξόομαι
View word page
τοξιτησία
τοξ-ιτησία,
A). v. τοξότις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τοξιτησία
Headword (normalized):
τοξιτησία
Headword (normalized/stripped):
τοξιτησια
IDX:
104292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοξ-ιτησία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τοξότις.</span> </div> </div><br><br>'}