Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτήρ
τοξευτής
τοξευτικός
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξία
τοξιανοί
τοξίας
τοξικός
τοξιτησία
τοξῖτις
τοξοβέλεμνος
τοξοβόλος
τοξοδάμας
τοξόδαμνος
τοξοειδής
View word page
τοξία
τοξ-ία
,
ἡ
,
A).
=
τοξῖτις
,
Leg.Gort.
3.9
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τοξία
Headword (normalized):
τοξία
Headword (normalized/stripped):
τοξια
IDX:
104288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104289
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοξ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τοξῖτις</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Leg.Gort.</span> 3.9 </span>.</div> </div><br><br>'}