Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τονοειδής
τόνος
τονόω
τονώδης
τόνωσις
τονωτέον
τονωτικός
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξαλκής
τοξαλλίς
τοξάριον
τοξαρχέω
τόξαρχος
τοξεία
τοξελκής
τόξευμα
τοξεύς
τόξευσις
τοξευτήρ
τοξευτής
View word page
τοξαλλίς
τοξ-αλλίς,
A). v. τρωξαλλίς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τοξαλλίς
Headword (normalized):
τοξαλλίς
Headword (normalized/stripped):
τοξαλλις
IDX:
104273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104274
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοξ-αλλίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρωξαλλίς.</span> </div> </div><br><br>'}