Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τολύπη
τομαῖος
τομάριον
Τόμαρος
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεῖον
τομεύς
τομεύω
τομιαῖος
τομίας
τόμιον
τόμιος
τομίς
τομοειδής
τομός
τόμος
Τομοῦροι
τοναῖος
τονάριον
View word page
τομιαῖος
τομ-ιαῖος, α, ον, = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τομιαῖος
Headword (normalized):
τομιαῖος
Headword (normalized/stripped):
τομιαιος
IDX:
104241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τομ-ιαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}