Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τολμητικός
τολμητός
τόλμιλλος
τόλυξ
τολύπευμα
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάριον
Τόμαρος
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
τομεῖον
τομεύς
τομεύω
τομιαῖος
τομίας
τόμιον
τόμιος
View word page
Τόμαρος
Τόμαρος, ,
A). v. Τομοῦροι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Τόμαρος
Headword (normalized):
τόμαρος
Headword (normalized/stripped):
τομαρος
IDX:
104234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Τόμαρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Τομοῦροι.</span> </div> </div><br><br>'}