Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τόλμησις
τολμητέον
τολμητής
τολμητίας
τολμητικός
τολμητός
τόλμιλλος
τόλυξ
τολύπευμα
τολυπευτικός
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάριον
Τόμαρος
τομαροφύλακες
τομάς
τομάω
View word page
τόλυξ
τόλυξ· αἰδοῖον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τόλυξ
Headword (normalized):
τόλυξ
Headword (normalized/stripped):
τολυξ
IDX:
104227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104228
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τόλυξ·</span> <span class="foreign greek">αἰδοῖον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}