Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχώρυχος
τοιχωτός
τόκᾰ
τοκαδεία
τοκάδερ
τοκαρίδιον
τοκάς
τοκάω
τόκειος
τοκετός
τοκεύς
τοκεών
τοκήεσσα
τοκίζω
τόκιον
View word page
τοκάδερ
τοκ-άδερ
( Lacon. for
τοκάδες
)
· ἔγκυοι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τοκάδερ
Headword (normalized):
τοκάδερ
Headword (normalized/stripped):
τοκαδερ
IDX:
104194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104195
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοκ-άδερ</span> ( Lacon. for <span class="foreign greek">τοκάδες</span>)<span class="foreign greek">· ἔγκυοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}