Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιπρεσβευτής
ἀντιπρίασθαι
ἀντιπροαίρεσις
ἀντιπροβάλλομαι
ἀντιπροβολή
ἀντιπροεῖδον
ἀντιπρόειμι
ἀντιπροηγέομαι
ἀντιπροθυμέομαι
ἀντίπροικα
ἀντιπροικῷον
ἀντιπροΐσχομαι
ἀντιπροκαλέομαι
ἀντιπροκαταληπτέον
ἀντιπρόκλησις
ἀντιπροπίνω
ἀντιπροσαγορεύω
ἀντιπροσάγω
ἀντιπροσαμάομαι
ἀντιπροσβάλλομαι
ἀντιπρόσειμι
View word page
ἀντιπροικῷον
ἀντιπροικῷον, τό,
A). compensation, PFlor. 294.74 (vi A.D.).


ShortDef

compensation

Debugging

Headword:
ἀντιπροικῷον
Headword (normalized):
ἀντιπροικῷον
Headword (normalized/stripped):
αντιπροικωον
IDX:
10418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπροικῷον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compensation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFlor.</span> 294.74 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}