Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τοιχίον
τοίχιος
τοιχοβάτης
τοιχογραφία
τοιχοδιφήτωρ
τοιχοδομέω
τοιχόκρανον
τοιχόομαι
τοιχοποιία
τοιχοποιός
τοιχοπυργίσκος
τοιχορύκτης
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχώρυχος
τοιχωτός
τόκᾰ
View word page
τοιχοπυργίσκος
τοιχο-πυργίσκος
,
ὁ
,
A).
cupboard in a wall, armarium,
EM
147.5
( v.l.
-πυργίους
).
ShortDef
cupboard in a wall, armarium
Debugging
Headword:
τοιχοπυργίσκος
Headword (normalized):
τοιχοπυργίσκος
Headword (normalized/stripped):
τοιχοπυργισκος
IDX:
104182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104183
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοιχο-πυργίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cupboard in a wall, armarium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 147.5 </span> ( v.l. <span class="ref greek">-πυργίους</span> ).</div> </div><br><br>'}