Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τοιχίζω
τοιχίον
τοίχιος
τοιχοβάτης
τοιχογραφία
τοιχοδιφήτωρ
τοιχοδομέω
τοιχόκρανον
τοιχόομαι
τοιχοποιία
τοιχοποιός
τοιχοπυργίσκος
τοιχορύκτης
τοῖχος
τοιχοφορέω
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχημα
τοιχωρυχία
τοιχωρυχική
τοιχώρυχος
τοιχωτός
View word page
τοιχοποιός
τοιχο-ποιός, ,
A). = τειχ- , Milet. 7.69 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τοιχοποιός
Headword (normalized):
τοιχοποιός
Headword (normalized/stripped):
τοιχοποιος
IDX:
104181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τοιχο-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τειχ-</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Milet.</span> 7.69 </span>.</div> </div><br><br>'}