Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τιμαλφέω
τιμαλφής
τιμάξιος
τιμάορος
τιμαρχία
τιμασία
τίμασις
τιματάς
Τιμαχεῖον
τιμάω
τιμάωρ
τιμέω
τιμή
τιμήεις
τίμημα
τιμῆντα
τιμήσιος
τίμησις
τιμητεία
τιμητέος
τιμητεύω
View word page
τιμάωρ
τιμάωρ,
A). v. τιμωρός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τιμάωρ
Headword (normalized):
τιμάωρ
Headword (normalized/stripped):
τιμαωρ
IDX:
103963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τιμάωρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τιμωρός</span> .</div> </div><br><br>'}