τιθύμαλλος
τῐθύμαλλος [ῠ],,
A). spurge, Euphorbia Peplus, (lyr.), 325 Ec. 405 , HP 9.8.2 , PHolm. 5.24 , 25.1 : heterocl. pl. τιθύμαλλα AP 9.217 (Muc. Scaev.).--Seven kinds are enumerated by ; 4.164 τ. ἄρρην, = χαρακίας , l.c., cf. HP 9.11.8 ; τ. θῆλυς, = μυρσινίτης or μυρτίτης, ib. 9.11.9 , Dsc.l.c.; used for poisoning water in warfare, Cest. p.15 V.