Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τιθηνεία
τιθηνεύω
τιθηνέω
τιθήνη
τιθήνημα
τιθήνησις
τιθηνητήρ
τιθηνητήριος
τιθηνία
τιθηνοκομητέον
τιθηνόκομον
τιθηνός
τίθθη
τιθός
τιθυμαλλίς
τιθύμαλλος
τιθωνόκομον
Τιθωνός
τικτικός
τίκτω
τίλα
View word page
τιθηνόκομον
τῐθηνόκομον γένος· τοὺς Αἰθίοπας, ἐπεὶ μέλανες καὶ κομῆται (μελανὶς καὶ κομήτις cod.), Hsch.: also τιθωνόκομον· ἔθνος μέλαν μὲν τὸ ὅλον σῶμα, λευκὸν δὲ τὰς κόμας, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τιθηνόκομον
Headword (normalized):
τιθηνόκομον
Headword (normalized/stripped):
τιθηνοκομον
IDX:
103923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103924
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τῐθηνόκομον</span> <span class="foreign greek">γένος· τοὺς Αἰθίοπας, ἐπεὶ μέλανες καὶ κομῆται </span>(<span class="foreign greek">μελανὶς καὶ κομήτις</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: also <span class="orth greek">τιθωνόκομον·</span> <span class="foreign greek">ἔθνος μέλαν μὲν τὸ ὅλον σῶμα, λευκὸν δὲ τὰς κόμας</span>, Id.</div><br><br>'}