Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τιγγάβαρι
τιγγαβάρινος
τ[ι]γρήϊος
τίγρις
τιγροειδής
τίζω
τίη
τί
τιήρης
τιθαιβώσσω
τϊθαίνομαι
τιθὰς
τιθασεία
τιθάσευμα
τιθάσευσις
τιθασευτέον
τιθασευτής
τιθασευτικός
τιθασεύτωρ
τιθασεύω
τιθάσιον
View word page
τϊθαίνομαι
τϊθαίνομαι,
A). v. τιθηνέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τϊθαίνομαι
Headword (normalized):
τϊθαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
τιθαινομαι
IDX:
103899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103900
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τϊθαίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τιθηνέω</span> .</div> </div><br><br>'}