Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τήτη
τητινός
τῆτος
τηΰσιος
τιάλλακτον
τιάρᾱ
τιαραφόρος
τιάρις
τιαρόδεσμον
τιαροειδής
τιαροφόρος
τιβάθων
Τίβειος
τιβήν
τιγάς
τιγγάβαρι
τιγγαβάρινος
τ[ι]γρήϊος
τίγρις
τιγροειδής
τίζω
View word page
τιαροφόρος
τῐᾱρο-φόρος, ον,
A). v. τιαραφόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τιαροφόρος
Headword (normalized):
τιαροφόρος
Headword (normalized/stripped):
τιαροφορος
IDX:
103884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τῐᾱρο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τιαραφόρος</span> .</div> </div><br><br>'}