Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τημέλεια
τημελέω
τημέλη
τημελής
τημελητής
τημένιος
τημελτημενίς
τῆμος
τημόσδε
τηνάκις
τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
τηνεσμός
τήνης
τηνίκα
τηνικάδε
τηνικαῦτα
τηνικαυτί
τηνόθι
τῆνος
View word page
τηνάλλως
τηνάλλως or τὴν ἄλλως,
A). v. ἄλλως 11.3 .


ShortDef

in the way

Debugging

Headword:
τηνάλλως
Headword (normalized):
τηνάλλως
Headword (normalized/stripped):
τηναλλως
IDX:
103845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103846
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τηνάλλως</span> or <span class="orth greek">τὴν ἄλλως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄλλως</span> <span class="bibl"> 11.3 </span>.</div> </div><br><br>'}