Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τηλύγετος
τηλύθροος
τηλῶθεν
τηλωπός
τημέλεια
τημελέω
τημέλη
τημελής
τημελητής
τημένιος
τημελτημενίς
τῆμος
τημόσδε
τηνάκις
τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
τηνεσμός
τήνης
τηνίκα
τηνικάδε
View word page
τημελτημενίς
τημελ-τημενίς
,
A).
v.
τήβεννος
.
τήμερα
,
τήμερον
, v.
τήμερον
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τημελτημενίς
Headword (normalized):
τημελτημενίς
Headword (normalized/stripped):
τημελτημενις
IDX:
103841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103842
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τημελ-τημενίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τήβεννος</span> . <span class="orth greek">τήμερα</span>, <span class="orth greek">τήμερον</span>, v. <span class="ref greek">τήμερον</span> .</div> </div><br><br>'}