Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τηλουρός
τηλύγετος
τηλύθροος
τηλῶθεν
τηλωπός
τημέλεια
τημελέω
τημέλη
τημελής
τημελητής
τημένιος
τημελτημενίς
τῆμος
τημόσδε
τηνάκις
τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
τηνεσμός
τήνης
τηνίκα
View word page
τημένιος
τημένιος,
A). v. τηβέννειος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τημένιος
Headword (normalized):
τημένιος
Headword (normalized/stripped):
τημενιος
IDX:
103840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103841
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τημένιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τηβέννειος</span> .</div> </div><br><br>'}