Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τηλοῦ
τηλουρός
τηλύγετος
τηλύθροος
τηλῶθεν
τηλωπός
τημέλεια
τημελέω
τημέλη
τημελής
τημελητής
τημένιος
τημελτημενίς
τῆμος
τημόσδε
τηνάκις
τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
τηνεσμός
τήνης
View word page
τημελητής
τημελ-ητής· ἐπιμελητής, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τημελητής
Headword (normalized):
τημελητής
Headword (normalized/stripped):
τημελητης
IDX:
103839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τημελ-ητής·</span> <span class="foreign greek">ἐπιμελητής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}