Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τηλοῖ
τηλόμελι
τηλοπέτης
τηλορός
τηλόσε
τηλοτάτω
τηλοῦ
τηλουρός
τηλύγετος
τηλύθροος
τηλῶθεν
τηλωπός
τημέλεια
τημελέω
τημέλη
τημελής
τημελητής
τημένιος
τημελτημενίς
τῆμος
τημόσδε
View word page
τηλῶθεν
τηλῶθεν, Adv.
A). = τηλόθεν , Theognost. Can. 157 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τηλῶθεν
Headword (normalized):
τηλῶθεν
Headword (normalized/stripped):
τηλωθεν
IDX:
103833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103834
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τηλῶθεν</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τηλόθεν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 157 </span>.</div> </div><br><br>'}