Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τηλαύγησις
τῆλε
τηλεβαθής
τηλέβιος
τηλεβόας
τηλεβόλος
Τηλεγόνεια
τηλέγονος
τηλεδαπός
τηλεθάω
τηλέθροος
τηλεκλειτός
τηλεκλυτός
τηλέμαχος
τηλέπλανος
τηλέπομπος
τηλέπορος
τηλέπυλος
τηλεσίφαντος
τηλεσκόπος
τηλεφαής
View word page
τηλέθροος
τηλέθροος,
A). v. τηλύθροος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τηλέθροος
Headword (normalized):
τηλέθροος
Headword (normalized/stripped):
τηλεθροος
IDX:
103789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103790
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τηλέθροος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τηλύθροος</span> .</div> </div><br><br>'}