τήθυον
τήθυον, τό, an animal of the kind called
A). ascidia or sea-squirt, HA 531a18 ( v.l. τηθέου ), PA 680a5 , al.; once in , τηθεα διφῶν (= 16.747 εἶδος θαλασσίων ὀστρέων, Sch.), cf. Fr. 304 . (For the variation τήθυον: τήθεον, cf. πτύον: πτέον, etc.; tethea is pl. in HN 32.117 , nom. sg. fem. ib. 151 .)
II). τηθύα· τενάγη, ἂ προχέουσιν οἱ ποταμοί,