Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τηβεννοφορέω
τηβεννοφόριον
τηβεννόφορος
τηγάνη
τηγανητόν
τηγανίζω
τηγάνιον
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τήγανον
τῆγμα
τῆδε1
τῆδε2
τῆδες
τηθαλλαδοῦς
τήθεον
τηθεύομαι
τήθη
τηθία
τηθίβιος
View word page
τήγανον
τήγᾰνον, τηγᾰνόστροφον,
A). v. τάγηνον, ταγηνοστρόφιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τήγανον
Headword (normalized):
τήγανον
Headword (normalized/stripped):
τηγανον
IDX:
103751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τήγᾰνον</span>, <span class="orth greek">τηγᾰνόστροφον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τάγηνον, ταγηνοστρόφιον</span> .</div> </div><br><br>'}