Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τῆ
τῇ
τῆβαι
τήβεννα
τηβέννειος
τηβεννικός
τηβεννίς
τηβεννοφορέω
τηβεννοφόριον
τηβεννόφορος
τηγάνη
τηγανητόν
τηγανίζω
τηγάνιον
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τήγανον
τῆγμα
τῆδε1
τῆδε2
View word page
τηγάνη
τηγάν-η [ᾰ],
A). = τήγανον , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τηγάνη
Headword (normalized):
τηγάνη
Headword (normalized/stripped):
τηγανη
IDX:
103744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τηγάν-η</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τήγανον</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}