Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τζάπιον
τῆ
τῇ
τῆβαι
τήβεννα
τηβέννειος
τηβεννικός
τηβεννίς
τηβεννοφορέω
τηβεννοφόριον
τηβεννόφορος
τηγάνη
τηγανητόν
τηγανίζω
τηγάνιον
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τήγανον
τῆγμα
τῆδε1
View word page
τηβεννόφορος
τηβεννόφορ-ος (parox.) (also τηβεννοφορ-ηφόρος), ον,
A). wearing the τήβεννα, ib.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τηβεννόφορος
Headword (normalized):
τηβεννόφορος
Headword (normalized/stripped):
τηβεννοφορος
IDX:
103743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103744
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τηβεννόφορ-ος</span> (parox.) (also <span class="orth greek">τηβεννοφορ-ηφόρος</span>), <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wearing the</span> <span class="foreign greek">τήβεννα</span>, ib.</div> </div><br><br>'}