Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τζαγκάριος
τζάπιον
τῆ
τῇ
τῆβαι
τήβεννα
τηβέννειος
τηβεννικός
τηβεννίς
τηβεννοφορέω
τηβεννοφόριον
τηβεννόφορος
τηγάνη
τηγανητόν
τηγανίζω
τηγάνιον
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τήγανον
τῆγμα
View word page
τηβεννοφόριον
τηβεννοφόρ-ιον, τό, =
A). togipurium, etc., Gloss.


ShortDef

togipurium

Debugging

Headword:
τηβεννοφόριον
Headword (normalized):
τηβεννοφόριον
Headword (normalized/stripped):
τηβεννοφοριον
IDX:
103742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103743
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τηβεννοφόρ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">togipurium</span>, etc., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}