Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεχνοσύνα
τεχνούργημα
τεχνουργία
τεχνουργός
τεχνόω
τεχνύδριον
τεχνύφιον
τέχνωσις
τέῳ
τέων
τεωρεῖς
τέως
τζάγγη
τζαγκάριος
τζάπιον
τῆ
τῇ
τῆβαι
τήβεννα
τηβέννειος
τηβεννικός
View word page
τεωρεῖς
τεωρεῖς· δραπέται, κακοῦργοι, λῃσταί, Hsch. τέωρος· συκοφάντης καὶ τὰ ὅμοια, Id.; cf. τέναρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τεωρεῖς
Headword (normalized):
τεωρεῖς
Headword (normalized/stripped):
τεωρεις
IDX:
103729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103730
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεωρεῖς·</span> <span class="foreign greek">δραπέται, κακοῦργοι, λῃσταί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">τέωρος·</span> <span class="foreign greek">συκοφάντης καὶ τὰ ὅμοια</span>, Id.; cf. <span class="foreign greek">τέναρος</span>.</div><br><br>'}