Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τέχνιτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
τεχνόγραφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
τεχνολογητέον
τεχνολογία
τεχνόλογος
τεχνοπαίγνιον
τεχνοπαράδοτος
τεχνοπωλικός
τεχνοσύνα
τεχνούργημα
τεχνουργία
View word page
τεχνοειδής
τεχνο-ειδής, ές,
A). artistic, D.L. 7.156 .


ShortDef

artistic

Debugging

Headword:
τεχνοειδής
Headword (normalized):
τεχνοειδής
Headword (normalized/stripped):
τεχνοειδης
IDX:
103711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103712
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεχνο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">artistic</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:7:156" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:7.156/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span> 7.156 </a>.</div> </div><br><br>'}