Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεττιγομήτρα
τεττιγόνιον
τεττιγότης
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
τεττίζω
τέττιξ
τέτυγμαι
τετυφωμένως
τετύχηκα
τετώμενοι
τεῦ
τεῦγμα
τευθαλλίς
τευθενί
τευθίδιον
τευθιδώδης
τευθίς
τεῦθος
τευθός
τεύθριον
View word page
τετώμενοι
τετώμενοι· ὑστερούμενοι, ἐνδεῶς ἔχοντες, Hsch. (Cf. τητάομαι.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετώμενοι
Headword (normalized):
τετώμενοι
Headword (normalized/stripped):
τετωμενοι
IDX:
103631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετώμενοι·</span> <span class="foreign greek">ὑστερούμενοι, ἐνδεῶς ἔχοντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">τητάομαι</span>.)</div><br><br>'}