Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιπεριωθέω
ἀντιπέσσομαι
ἀντίπετρος
ἀντιπήγνυμι
ἀντίπηξ
ἀντιπηρόομαι
ἀντιπήρωσις
ἀντιπίνω
ἀντιπίπτω
ἀντιπιστεύω
ἀντιπιφάσκω
ἀντιπλαγιάζομαι
ἀντιπλάδη
ἀντίπλαστος
ἀντιπλέκω
ἀντιπλεονεκτέω
ἀντίπλευρος
ἀντιπλέω
ἀντιπληκτίζω
ἀντιπλήξ
ἀντιπληρόω
View word page
ἀντιπιφάσκω
ἀντιπῐφάσκω·
ἀνταποδίδωμι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντιπιφάσκω
Headword (normalized):
ἀντιπιφάσκω
Headword (normalized/stripped):
αντιπιφασκω
IDX:
10361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10362
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπῐφάσκω·</span> <span class="foreign greek">ἀνταποδίδωμι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}