Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τέτροφα
τετρωβολιαῖος
τετρωβολίζω
τετρώβολος
τετρῳδέομαι
τετρώκοντα
τετρωκοντάλιτρος
τετρωκοστομόριον
τετρώριστος
τέτρωρον
τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττᾰ
τετταράκοντα
τεττίγιον
τεττιγομήτρα
τεττιγόνιον
τεττιγότης
τεττιγοφόρας
τεττιγώδης
View word page
τέτρωρος
τέτρωρος, ον, contr. for τετράορος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέτρωρος
Headword (normalized):
τέτρωρος
Headword (normalized/stripped):
τετρωρος
IDX:
103615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103616
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέτρωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, contr. for <span class="foreign greek">τετράορος</span> (q.v.).</div><br><br>'}