Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετρόμματος
τέτρομος
τετρόργυιος
τετρόροφος
τετρούγκιον
τέτροφα
τετρωβολιαῖος
τετρωβολίζω
τετρώβολος
τετρῳδέομαι
τετρώκοντα
τετρωκοντάλιτρος
τετρωκοστομόριον
τετρώριστος
τέτρωρον
τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττᾰ
τετταράκοντα
τεττίγιον
View word page
τετρώκοντα
τετρώκοντα, τετρωκοστός,
A). v. τεσσαράκοντα, τεσσαρακοστός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετρώκοντα
Headword (normalized):
τετρώκοντα
Headword (normalized/stripped):
τετρωκοντα
IDX:
103610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρώκοντα</span>, <span class="orth greek">τετρωκοστός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τεσσαράκοντα, τεσσαρακοστός</span> .</div> </div><br><br>'}