Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετρήρης
τέτρηχα
τετρίγει
τέτριξ
τετρόγυος
τετρόμματος
τέτρομος
τετρόργυιος
τετρόροφος
τετρούγκιον
τέτροφα
τετρωβολιαῖος
τετρωβολίζω
τετρώβολος
τετρῳδέομαι
τετρώκοντα
τετρωκοντάλιτρος
τετρωκοστομόριον
τετρώριστος
τέτρωρον
τέτρωρος
View word page
τέτροφα
τέτροφα,
A). v. τρέπω, τρέφω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέτροφα
Headword (normalized):
τέτροφα
Headword (normalized/stripped):
τετροφα
IDX:
103605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103606
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέτροφα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρέπω, τρέφω</span> .</div> </div><br><br>'}