Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τέτρημαι
τετρήμερος
τετρήρης
τέτρηχα
τετρίγει
τέτριξ
τετρόγυος
τετρόμματος
τέτρομος
τετρόργυιος
τετρόροφος
τετρούγκιον
τέτροφα
τετρωβολιαῖος
τετρωβολίζω
τετρώβολος
τετρῳδέομαι
τετρώκοντα
τετρωκοντάλιτρος
τετρωκοστομόριον
τετρώριστος
View word page
τετρόροφος
τετρ-όροφος,
A). v. τετρώροφος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετρόροφος
Headword (normalized):
τετρόροφος
Headword (normalized/stripped):
τετροροφος
IDX:
103603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρ-όροφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τετρώροφος</span> .</div> </div><br><br>'}