Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράων
τετραώνυμος
τετράωτος
τετρεμαίνω
τέτρημαι
τετρήμερος
τετρήρης
τέτρηχα
τετρίγει
τέτριξ
τετρόγυος
τετρόμματος
τέτρομος
τετρόργυιος
τετρόροφος
τετρούγκιον
τέτροφα
τετρωβολιαῖος
τετρωβολίζω
τετρώβολος
τετρῳδέομαι
View word page
τετρόγυος
τετρόγυος,
A). v. τετράγυος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετρόγυος
Headword (normalized):
τετρόγυος
Headword (normalized/stripped):
τετρογυος
IDX:
103599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103600
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρόγυος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τετράγυος</span> .</div> </div><br><br>'}