Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράχωρος
τετραχῶς
τετράων
τετραώνυμος
τετράωτος
τετρεμαίνω
τέτρημαι
τετρήμερος
τετρήρης
τέτρηχα
τετρίγει
τέτριξ
τετρόγυος
τετρόμματος
τέτρομος
τετρόργυιος
τετρόροφος
τετρούγκιον
τέτροφα
τετρωβολιαῖος
τετρωβολίζω
View word page
τετρίγει
τετρίγει, τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας,
A). v. τρίζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετρίγει
Headword (normalized):
τετρίγει
Headword (normalized/stripped):
τετριγει
IDX:
103597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρίγει</span>, <span class="orth greek">τετρῑγυῖα</span>, <span class="orth greek">τετρῑγῶτας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρίζω</span> .</div> </div><br><br>'}